- δερματίνων
- δερμάτινοςof skinfem gen plδερμάτινοςof skinmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
ιδέρωμα — το, Ν [σιδερώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιδερώνω, η ομάλυνση και στίλβωση υφασμάτινων και δερμάτινων επιφανειών ύστερα από πίεση με θερμό σίδερο 2. η προσαρμογή σιδερένιων εξαρτημάτων σε ξύλινες πόρτες ή παράθυρα 3. βοτ. αρρώστια τών … Dictionary of Greek
κορδέλιασμα — το [κορδελιάζω] 1. ράψιμο κορδέλας, ρελιού στην άκρη υφάσματος ή δέρματος 2. γάζωμα με τη μηχανή τών δερμάτινων τεμαχίων τού υποδήματος … Dictionary of Greek
μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή … Dictionary of Greek
μπρίστολ — I (Bristol). Πόλη (399.243 κάτ.) της νοτιοδυτικής Αγγλίας, στην κομητεία Γκλάστερ, 175 χλμ. Δ του Λονδίνου, κατά μήκος του κατώτερου ρου του ποταμού Έιβον. Ιδρύθηκε πιθανώς τον 6o αι. μ.Χ. και μέχρι τον Μεσαίωνα ήταν σημαντικό λιμάνι· από εκεί… … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
σίδερο — το, Ν 1. ο σίδηρος 2. συνεκδ. α) κάθε όργανο, εργαλείο, σκεύος ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το μέταλλο (α. «τα σίδερα τού μπαλκονιού [ή τής αυλής ή τής σκάλας]» το σιδερένιο κιγκλίδωμα, τα σιδερένια κάγκελα β. «το σίδερο τής πόρτας» … Dictionary of Greek
σεβρό — το, Ν άκλ. λεπτό και μαλακό κατεργασμένο δέρμα κατσικιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή δερμάτινων ειδών, ιδίως υποδημάτων και γαντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chevreau «κατσικάκι» υποκορ. τού chevre (< λατ. capra «κάπρος»)] … Dictionary of Greek
σκυτεργάτης — ὁ, Α εργάτης που επεξεργάζεται τα δέρματα για την κατασκευή υποδημάτων, ασπίδων και άλλων δερμάτινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + ἐργάτης (πρβλ. γεφυρ εργάτης)] … Dictionary of Greek
σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… … Dictionary of Greek